- τρίπολις
- -όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. -όλιος Α1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολιςονομασία διαφόρων πόλεωννεοελλ.άλλη ονομασία τού πετρώματος τριπολίτιδα γηαρχ.1. αυτός που είχε τρεις πόλεις («τρίπολιν νᾱσον» — τη νήσο Ρόδο, Πίνδ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πέμματος».[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + πόλις. Η λ. χρησιμοποιήθηκε συχνά και ως τοπωνύμιο, ενώ, ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. tripoli (< Τρίπολις, πόλη τής Λιβύης)].
Dictionary of Greek. 2013.